- μακρημερία
- μακρ-ημερία, ἡ, die Zeit der langen Tage, wenn die Tage länger als die Nächte sind
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μακρημερία — μακρημερία, ιων. τ. μακρημερίη, ἡ (Α) [μακρήμερος] η εποχή τού έτους κατά την οποία οι μέρες είναι μεγάλες, η εποχή τών μακρών ημερών, το θέρος … Dictionary of Greek
μακρημερίῃ — μακρημερία the season of long days fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)